αποκριάτικος

αποκριάτικος
[апокриатикос] επ. масленичный, карнавальный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποκριάτικος" в других словарях:

  • αποκριάτικος — η, ο 1. ο σχετικός με την αποκριά 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκριάτικα τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζονται τις απόκριες …   Dictionary of Greek

  • αποκριάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει να κάνει με την Αποκριά: Αποφάσισαν να κάνουν ένα αποκριάτικο γλέντι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαϊτάνι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.411 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα του νομού, της οποίας αποτελεί και προάστιο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ γαϊτάνιν) 1. λεπτό, μεταξωτό,… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»